ποτέ

ποτέ
ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α
νεοελλ.
(ως επίρρ.)
1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ»)
β) (προκειμένου να δηλωθεί χρονική διάρκεια) μέχρι τώρα («είναι ο χειρότερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ»)
γ) (αορστλ. και σχετικά με το μέλλον) κάποτε («αν ποτέ ξαναϊδωθούμε»)
2. φρ. α) «ποτέ τών ποτών» — σε καμιά περίπτωση
θ) «τού αγίου Ποτέ»
(με ειρωνική σημ.) ουδέποτε
αρχ.
(ως αορστλ. εγκλιτ. μόριο) Ι. ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. κάποτε
2. (σχετικά με το παρελθόν) μια φορά και, ιδίως σε αφηγήσεις, μια φορά και έναν καιρό («οὕτω ποτ' ἦν μῡς καὶ γαλῆ», Αριστοφ.)
3. (σχετικά με το μέλλον) κατά τη διάρκεια ενός χρονικού διαστήματος («οὐκ ἔστ' ἀδελφὸς ὅστις ἂν βλάστοι ποτέ», Σοφ.)
4. (σχετικά με το παρελθόν ή το μέλλον και προκειμένου να δηλωθεί θερμή επιθυμία ή και ανυπομονησία) τελοσπάντων, επιτέλους («εὔχεταί ποτε οἶκον ἰδεῖν», Πίνδ.)
II. ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. (συχνά απαντά σε συνεκφορά με αναφορικά όπως: ὅστις ποτέ, ὅστις δήποτε, ὅστις δηποτοῡν, ὅποι ποτέ, ὅπου ποτὲ στα οποία προσδίδει αορστλ. σημ.) οποιοσδήποτε, οπουδήποτε
2. πολλές φορές απαντά σε ερωτηματικές φράσεις επιτείνοντας τη σημασία τους («οὐκ ἐξερεῑς ποτέ;», Σοφ.)
3. (συχνά απαντά στην αρχή προτάσεων, που συνδέονται κατά παράταξη, μαζί με τους αντιθετικούς μέν, δέ) ποτέ μέν... ποτέ δέ
άλλοτε μεν... άλλοτε δε («ἢ ποτὲ μὲν ἀληθῆ, ποτὲ δὲ ψευδῆ;», Πλάτ.)
4. (σε συνεκφορά με το ἀεί προκειμένου να επιτείνει τη σημασία του) ἀεί ποτε ή και ἀεί δή ποτε
πάντοτε
5. φρ. «ποτὲ καὶ ἄλλοτε» — άλλοτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για τον σχηματισμό τού τ. βλ. λ. πότε και πο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πότε — when? at what time? indeclform (interrog) πότος drinking bout masc voc sg ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτέ — και ποτές επίρρ. χρον., σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: Ποτέ δεν ήρθε στην ώρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποτέ — ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτός drunk masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτε — ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… …   Dictionary of Greek

  • πότε — επίρρ. χρον. ερωτ. 1. σε ποιο χρόνο ή περίπτωση: Πότε θα φύγεις; 2. επίρρ. χρον., κάποτε: Πότε πότε μας επισκέπτεται. 3. άλλοτε: Πότε μας χαιρετά και πότε μας βρίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή …   Dictionary of Greek

  • ού ποτε — οὔ ποτε ή οὔποτε και δωρ. τ. οὔποκα (Α) επίρρ. ποτέ, καμιά φορά …   Dictionary of Greek

  • Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”